Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐς Πριάμοιο

См. также в других словарях:

  • Πριάμοιο — Πρίαμος priam masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πριάμοι' — Πριάμοιο , Πρίαμος priam masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AESYETES — vir ex cuius sepulchro ad Troiam exstructo speculabatur Polites, quod in navibus suis facerent Graeci. Homer. in Catalogo. Εἵσατο δὲ φθοτγην` ὗϊ Πριάμοιο Πολίτῃ, Ο῝ς Τρώων οκοπὸς ῖζε ποδωκέιῃϚι πεποιθὼς, Τύμβῳ ἐπ᾿ ἀκροτάτῳ Αἰσυήταο γέροντος,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ASTYOCHE — Actoris filia, quam in cenaculo paternae domus Mars oppressit, ex qua genuit Ascalaphum et Ialmenum. Homer. Il. 2. Item uxor Telephi, mater Eurypyli. Qu. Calaber. 6. Τὸν γὰρ δὴ τέκε δῖα κατιγνήτη Πριάμοιο Λ᾿ςτνόχη κρατερῇσιν εν ἀγκοίνῃσι μιγεῖσα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CEBRIONES — I. CEBRIONES Priami nothus, a Patroclo saxô ictus interiit. Homer. Il. 11. v. 754. Κεβριόνη ῃόθον υἱὸν ἀγακλῆος Πριάμοιο. II. CEBRIONES unus ex Gigantibus, qui Superis bellum inrulerunt, devictus a Venere. Eius meminit et cum Prophyrione con… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εΰς — ἐΰς και ἠΰς, ὁ (ουδ. ἠΰ, τό) (Α) 1. γενναίος, ευγενής (α. «ἐὺς παῑς Ἀγχίσαο» β. «υἱov ἐὺν Πριάμοιο») 2. (γεν. πληθ. ουδ.) ἐάων και ἑάων τών αγαθών, τών δώρων («θεοὶ σωτῆρες ἑάων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ., ο οποίος συνδέεται πιθ. με τα χεττ. aššuš… …   Dictionary of Greek

  • εϋμμελίης — ἐϋμμελίης, ὁ, ιων. γεν. ἐϋμμελίω, δωρ. γεν. ἐϋμμελία (Α) οπλισμένος με καλό δόρυ από μελία, ικανός ακοντιστής, καλός πολεμιστής («Πρίαμος καὶ λαὸς ἐϋμμελίω Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εΰς + μελία «δόρυ από ξύλο μελιάς»] …   Dictionary of Greek

  • μυθούμαι — (I) μυθοῡμαι, έομαι (Α) [μύθος] 1. λέγω, ομιλώ 2. διηγούμαι 3. εκφωνώ 4. κάνω λόγο για κάποιον, συζητώ για κάποιον 5. προφέρω 6. καλώ κάποιον με το όνομά του, μνημονεύω («πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον… …   Dictionary of Greek

  • οικώ — (ΑΜ οἰκῶ, έω, Α επικ. τ. οἰκείω, λοκρ. τ. Fοικέω) [οίκος] 1. κατοικῶ (α. «οἰκήσαντας τοῡτον τὸν χῶρον», Ηρόδ. β. «οἰκέοιτο πόλις Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) βλ. οικουμένη μσν. αρχ. μτφ. είμαι εγκατεστημένος κάπου,… …   Dictionary of Greek

  • υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»